αγιόκκος
(ουσ. αρσ.)
αγιόκκος
[aˈʝokos]
Φάρασ.
Από το ουσ. άγιος και το υποκορ. επίθμ. -όκκος.
Εξωκκλήσιο
Φάρασ.
:
Οι ναίdζ̑ες τουνε πααίνκανε κρυφά σα ’μέτερα τις αγιόκκοι
(Οι γυναίκες τους (ενν. των Τούρκων) πηγαίνανε κρυφά στα δικά μας ξωκκλήσια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ο Αγιόκκος Αε-Σάββας ήτουνε σην Παρασιέμη, α σαχάτι όξου
(Το ξωκκλήσι του Αγ. Σάββα ήτανε στην Παρασιέμη, μιά ώρα μακριά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Να υπάγω ’ζ Ε-Σοφίας τον αγιόκκο,
να υπά τζ̑αι του ’γαπάγω το κορτσόκκο (Να πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας,
να πάει και το κορίτσι που αγαπάω) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καλύβι
να υπά τζ̑αι του ’γαπάγω το κορτσόκκο (Να πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας,
να πάει και το κορίτσι που αγαπάω) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καλύβι