ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιοφόρι (ουσ. ουδ.) αγιοφόρι [aʝoˈfori] Σινασσ. αγιφόρι [aʝiˈfori] Σινασσ. αϊφόρι [aiˈfori] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. αϊφόρ’ [aiˈfor] Σίλατ. Από το επίθ. άγιος και το β’ συνθ. -φόρος, με το επίθμ. -ιον > -ι (πβ. απανωφόρι, μεσοφόρι).
Επίσημη, εορταστική ενδυμασία Μαλακ., Σινασσ. Συνών. καλός
β. Ειδικότ., γαμπριάτικη ενδυμασία Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ. : || Ασμ. Φορώνουνε τον νιόγαμπρο, ας έν’ ευλογημένο
φορώνουνε τ’ αϊφόρι του και ζώνουν τη ζωστρή του
(Ντύνουν το νιόγαμπρο, ας είναι ευλογημένος του φοράνε τα γαμπριάτικα και ζώνουν την ζώνη του) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
Φέρ’ με και το μικρό σ’ το γιο το παρομοιάζ’ εμένα
ας φορέσ’ τ’ αϊφόρι μου κι ας ζώσει τση ζωστρή μου
( Φέρε μου και το μικρό σου γιο που μου μοιάζει
ας φορέσει την φορεσιά μου κι ας ζωστεί την ζώνη μου)
Σινασσ. -Αρχέλ.