αγιπλατίζω
(ρ.)
αγιπλατίζω
[aʝiplaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. ayıplamak (αόρ. ayıpladı) = αποδοκιμάζω, μέμφομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.