αγιπλατίζω
(ρ.)
αγιπλατίζω
[aʝiplaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. ayıplamak (αόρ. ayıpladı) = αποδοκιμάζω, μέμφομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αποδοκιμάζω, κατακρίνω
Μαλακ.
Συνών.
αγιπλατίζω, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, κόφτω :4, λογαριάζω, Αντίθ
δεχιέμαι :1