αγκαθιάρης
(επίθ.)
ανgαθιάρ'
[aŋgaˈθçar]
Μαλακ.
ανgαχ̇ιάρ’
[aŋgaˈxjar]
Μισθ.
Από το ουσ. αγκάθι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Η λ. και Πόντ.