ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκαθιώνας (επίθ.) ανgαχιώνας [aŋgaˈçonas] Μισθ. ’γκαθώνα [gaˈθona] Σατ. Από το ουσ. αγκάθι, όπου και τύπ. αγκάγ̑’ και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αγκαθωτός ό.π.τ. : Αγκαχιώνας στέφανου φόρουσαν ντου Χριστό (Αγκάθινο στεφάνι φόρεσαν του Χριστού) Μισθ. -Κοτσαν. Τσας δεβαίνουν τα πρόβατα, να τοχανdίσουν τα πόστα τουν σο ’γκαθώνα το τέλι (Καθώς περνάνε τα πρόβατα θα σκαλώνουν οι προβιές τους στο αγκαθωτό σύρμα) Σατ. -Παπαδ. Συνών. αγκαθιάρης, αγκαθιάρικος