αγκλαβή
(ουσ. θηλ.)
αγκλαβή
[aŋglaˈvi]
Γούρδ.
Πιθ. από το μεταγν. ουσ. ἐκλαβή, με επίδρ. του ρ. ανλαντίζω.
Nόηση, γνώση.
Συνών.
χαμπάρι