αγκώνι
(ουσ. ουδ.)
αgών̑ι
[aˈgoɲi]
Σίλ.
εgών̑ι
[eˈgoɲi]
Σίλ.
Από το ουσ. άγκωνας και το παραγωγ. επίθμ. -ι.
Άμβωνας
:
Ρεσπότσ̑ης ξέβ’κι αgών̑ι απάνου
(O δεσπότης ανέβηκε πάνω στον άμβωνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
άγκωνας