αγκιρντώ
(ρ.)
ανι̂ρντι̂́ζω
[anɯrˈdɯzo]
Αξ.
αgιρτίζου
[aɟirˈtizu]
Φάρασ.
ανgιρτώ
[aŋɟirˈto]
Σινασσ.
ανγι̂ρτώ
[aŋɯrˈto]
Φλογ.
αγιρτώ
[aʝirˈto]
Σινασσ.
ανουρντώ
[anurˈdo]
Ανακ.
αγκαρτώ
[aŋgarˈto]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. anırmak (< παλαιότ. aŋramak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağırmak και agırmak) (αόρ. anırdı) = γκαρίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.