αγκαλίζομαι
(ρ.)
ανgαλίζομαι
[aŋgaˈlizome]
Φάρασ.
’γκαλίζομαι
[gaˈlizome]
Φάρασ.
ανgαλούμαι
[aŋgaˈlume]
Ανακ.
ανgαλίζουμι
[aŋgaˈlizumi]
Μισθ.
αγκαλιζιέμι
[aŋgaliˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
’γκαλίστα
[gaˈlista]
Φάρασ.
Υποτ.
ανgαλωθώ
[aŋgaloˈθο]
Ανακ.
Προστ. Εν.
αγκαλού
[aŋgaˈlu]
Ανακ.
Αρχ. ρ. ἀγκαλίζομαι. Ο τύπ. ανgαλούμαι με μεταπλ. κατά τα συνηρημένα λόγω του κοινού αορ.
Αγκαλιάζω
ό.π.τ.
:
Πακέ ντέ σι ζορμόντσ̑α, λε, ας σ’ αγκαλιστώ λίου, λέ’
(Παρασκευή δεν σε ξέχασα, λέει, ας σ’ αγκαλιάσω λίγο, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φίλαναν το χέρι του μάνα τουνε, αγκαλούτανε σο λαιμό τουνε
(Φίλαγαν το χέρι των μανάδων τους, αγκαλιάζανε τον λαιμό τους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
’γκαλίστη τσ̑αι το γιόν ντου τσ̑αι φίλτσεν ντα
(Αγκάλιασε και τον γιο του και τον φίλησε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
’γκαλίστου με τζ̑αι φία με σο στόμα
’α νάρτ’ α μέρα να ’ινούμ’ α χούφτα χώμα ( Αγκάλιασέ με και φίλα με στο στόμα
θα έρθει μιά μέρα που θα γίνουμε μιά χούφτα χώμα ) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αγκαλιάζω, αναγκαλίζομαι, κοτζακλαντίζω
’α νάρτ’ α μέρα να ’ινούμ’ α χούφτα χώμα ( Αγκάλιασέ με και φίλα με στο στόμα
θα έρθει μιά μέρα που θα γίνουμε μιά χούφτα χώμα ) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αγκαλιάζω, αναγκαλίζομαι, κοτζακλαντίζω