αγλαΐ
(ουσ. ουδ.)
αγλαΐ
[aɣlaˈi]
Μισθ., Τελμ.
άγλαϊ
[ˈaɣlai]
Μισθ.
γιλαΐ
[ʝilaˈi]
Ποτάμ.
Ρηματ. ουσ. από το τουρκ. ρ. ağlamak = α) κλαίω β) θρηνώ γ) παραπονούμαι. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη. Δεν αποκλείεται η υιοθέτηση του τουρκ. σχήματος να στηρίχθηκε επί του υπάρχοντος απαρεμφατ. ουσ. κλαίειν και να το αντικατέστησε.
β.
Επαναλαμβανόμενο, με επιρρ. σημ., κλαίγοντας, με κλάματα
Μισθ., Τελμ.
:
Ση μεσ̑ού τ’ ήσαν εδυό φσ̑άχα, και αγλαΐ αγλαΐ το κ͑ουτσ̑ί γιομώθην ιντζ̑ίρια
(Μέσα του (ενν. στο κουτί) ήταν δύο παιδιά και με το κλάψε-κλάψε γέμισαν το κουτί μαργαριτάρια
)
Τελμ.
-Dawk.
Άγλαϊ άγλαϊ γιόρσι μι
(Κλάψε κλάψε με κούρασε
)
Μισθ.
-Μακρ.