ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγλαΐ (ουσ. ουδ.) αγλαΐ [aɣlaˈi] Μισθ., Τελμ. άγλαϊ [ˈaɣlai] Μισθ. γιλαΐ [ʝilaˈi] Ποτάμ. Ρηματ. ουσ. από το τουρκ. ρ. ağlamak = α) κλαίω β) θρηνώ γ) παραπονούμαι. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη. Δεν αποκλείεται η υιοθέτηση του τουρκ. σχήματος να στηρίχθηκε επί του υπάρχοντος απαρεμφατ. ουσ. κλαίειν και να το αντικατέστησε.
Κλάμα, θρήνος Ποτάμ. : || Ασμ. Η εκκλησιά εσείστηκεν και τα κεριά επάγαν
και οι παπάδες που έψαλλαν στο γιλαΐ τον εγιομώσαν
(Η εκκλησία σείστηκε και τα κεριά έσβησαν
και οι παπάδες που έψαλλαν την γέμισαν στο κλάμα)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. αγλάιμα, κλαίειν, κλάψιμο, κλαιτό
β. Επαναλαμβανόμενο, με επιρρ. σημ., κλαίγοντας, με κλάματα Μισθ., Τελμ. : Ση μεσ̑ού τ’ ήσαν εδυό φσ̑άχα, και αγλαΐ αγλαΐ το κ͑ουτσ̑ί γιομώθην ιντζ̑ίρια (Μέσα του (ενν. στο κουτί) ήταν δύο παιδιά και με το κλάψε-κλάψε γέμισαν το κουτί μαργαριτάρια ) Τελμ. -Dawk. Άγλαϊ άγλαϊ γιόρσι μι (Κλάψε κλάψε με κούρασε ) Μισθ. -Μακρ.