αγκαθόκκο
(ουσ. ουδ.)
'γκαθόκκο
[ga'θoko]
Φάρασ.
’καθόκκο
[kaˈθoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. αγκάθι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
αγκάθι
1. Αγκαθάκι
2. Αγκαθωτός θάμνος
:
Ήτουν ένα λαχτόρι, πήγε ’ς α οράνι, ηύρεν αν 'καθόκκο
(ήταν ένας κόκορας, πήγε σε ένα ερείπιο, βρήκε έναν θάμνο με αγκάθια)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
καραμούκι