ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκαθόκκο (ουσ. ουδ.) 'γκαθόκκο [ga'θoko] Φάρασ. ’καθόκκο [kaˈθoko] Φάρασ. Από το ουσ. αγκάθι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο. Πβ. αγκάθι
1. Αγκαθάκι
2. Αγκαθωτός θάμνος : Ήτουν ένα λαχτόρι, πήγε ’ς α οράνι, ηύρεν αν 'καθόκκο (ήταν ένας κόκορας, πήγε σε ένα ερείπιο, βρήκε έναν θάμνο με αγκάθια) Φάρασ. -Dawk. Πβ. καραμούκι