ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκάλι (ουσ. ουδ.) ανgάλι [aŋˈgali] Αραβαν. ανgάλ' [aŋˈgal] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Πληθ. ανgάλε [aŋˈgale] Φάρασ., Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. ἀγκάλη με αλλαγή γέν. Η λ. και Κύπρ.
1. Αγκαλιά Φάρασ. : Α μέρα το φσ̑αχόκκο πήρεν το κορτσ̑όκκο ’ς ανgάλε του (Μια μέρα το παιδί πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά του) Φάρασ. -Dawk.Boy || Ασμ. Μο το ζόρι 'α μπω 'ς τ’ ανgάλε σ’ να ’πνώσω (Με το ζόρι θα μπω στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. κόρφος, κοτσάκι, μασκάλη
2. Δεμάτι από θερισμένα στάχυα Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Έπαρ’ εκειά τ’ ανgάλ’ κι έλα (Πάρε εκείνο το δεμάτι κι έλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άφ’καμ’ τα χωράφια σπερμένα, άφ’καμ’ τ’ ανgάλια (Αφήσαμε τα χωράφια σπαρμένα, αφήσαμε τα θερισμένα δεμάτια (ενν. και φύγαμε με την Ανταλλαγή)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αγκάλια φκιάισ̑καμ' (Φτιάχναμε δεμάτια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τ' γενν'μάτ' και τ' πιλιαριού τ' αγκάλια (Τα δεμάτια του σιταριού και της σίκαλης) Αξ. -Μαυροχ. Πβ. κοτσάκι, μασκάλη