αγκάλι
(ουσ. ουδ.)
ανgάλι
[aŋˈgali]
Αραβαν.
ανgάλ'
[aŋˈgal]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
ανgάλε
[aŋˈgale]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το αρχ. ουσ. ἀγκάλη με αλλαγή γέν. Η λ. και Κύπρ.
2. Δεμάτι από θερισμένα στάχυα
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Φλογ.
:
Έπαρ’ εκειά τ’ ανgάλ’ κι έλα
(Πάρε εκείνο το δεμάτι κι έλα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άφ’καμ’ τα χωράφια σπερμένα, άφ’καμ’ τ’ ανgάλια
(Αφήσαμε τα χωράφια σπαρμένα, αφήσαμε τα θερισμένα δεμάτια (ενν. και φύγαμε με την Ανταλλαγή))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αγκάλια φκιάισ̑καμ'
(Φτιάχναμε δεμάτια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τ' γενν'μάτ' και τ' πιλιαριού τ' αγκάλια
(Τα δεμάτια του σιταριού και της σίκαλης)
Αξ.
-Μαυροχ.
Πβ.
κοτσάκι, μασκάλη