άγκωνας
(ουσ. αρσ.)
άνgωνα
[ˈaŋgona]
Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ.
Θηλ.
άνgωνα
[ˈaŋgona]
Ανακ., Σίλατ.
Από το μεταγν. ουσ. ἄμβων. Ο τύπ. άνgωνα παρετυμολ. προς το αγκώνας, σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἄμβωνας).
Άμβωνας
ό.π.τ.
:
Σον άνgωνα ξέβην παπάς, διέβασ' το βαgέλιο
(Στον άμβωνα ανέβηκε ο παπάς, διάβασε το Ευαγγέλιο)
Ποτάμ.
Αναβαίνιξιν παπάς 'ς άνgωνα
(Ανέβαινε ο παπάς στον άμβωνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αγκώνι