αγκώνας
(ουσ. θηλ.)
ανgώνα
[aŋˈgona]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
νανgώνα
[naŋˈgona]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. ἀγκών. Ο τύπ. ἀγκώνας νεότ. (Λεξ. Σομ.). Η μεταβολή γέν. κατά το θηλ. και Πόντ. Κύπρ. Θράκ. ε. Ελλ.
2. Μονάδα και εργαλείο μέτρησης μήκους, πήχυς
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Σα ρουσ̑ία μας το σ̑όνι έβγκην πουά 'γκώνες
(Στα βουνά μας το χιόνι ανέβηκε (το έστρωσε) πολλές πήχες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Κερεκής το σ̑άλ’ το ποίκα τ’ αγκώνα τἔνα γρόσ̑’
(Το ύφασμα της Κυριακής το ύφανα έναν πήχυ για ένα γρόσι)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Θέλω ένα αγκώνα τσ̑οχά
(Θέλω μιά πήχη τσόχα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Σην αγκώνα σου κορα̈́ πανίν τζ̑ο δίτουν σε
(Δεν σου πουλούν πανί σύμφωνα με δικό σου πήχυ˙ δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το Χαλα̈́πι νά 'ν' ατσ̑εί, η αγκώνα έν' αδα̈́
(Το Χαλέπι κι αν είναι εκεί, ο πήχυς είναι εδώ˙ έκφραση δυσπιστίας σε κάποιον που υπερηφανεύεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αρσίνι, βραχιόνι