ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκώνας (ουσ. θηλ.) ανgώνα [aŋˈgona] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. νανgώνα [naŋˈgona] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ἀγκών. Ο τύπ. ἀγκώνας νεότ. (Λεξ. Σομ.). Η μεταβολή γέν. κατά το θηλ. και Πόντ. Κύπρ. Θράκ. ε. Ελλ.
1. Αγκώνας ό.π.τ. : Χτσ̑ύπ'σα τσ̑ην αγκώνα μου (Χτύπησα τον αγκώνα μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ο Μιχάλης ον κάχεται να φάγει, βαήν' τ' αγκώνα τ' απάνω 'ς το μάσα (Ο Μιχάλης όταν κάθεται να φάει αφήνει τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γκελέπ, ντιρσέκι
2. Μονάδα και εργαλείο μέτρησης μήκους, πήχυς Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. : Σα ρουσ̑ία μας το σ̑όνι έβγκην πουά 'γκώνες (Στα βουνά μας το χιόνι ανέβηκε (το έστρωσε) πολλές πήχες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Κερεκής το σ̑άλ’ το ποίκα τ’ αγκώνα τἔνα γρόσ̑’ (Το ύφασμα της Κυριακής το ύφανα έναν πήχυ για ένα γρόσι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Θέλω ένα αγκώνα τσ̑οχά (Θέλω μιά πήχη τσόχα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Σην αγκώνα σου κορα̈́ πανίν τζ̑ο δίτουν σε (Δεν σου πουλούν πανί σύμφωνα με δικό σου πήχυ˙ δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το Χαλα̈́πι νά 'ν' ατσ̑εί, η αγκώνα έν' αδα̈́ (Το Χαλέπι κι αν είναι εκεί, ο πήχυς είναι εδώ˙ έκφραση δυσπιστίας σε κάποιον που υπερηφανεύεται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αρσίνι, βραχιόνι