ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρσίνι (ουσ. ουδ.) αρσ̑ίνι [arˈʃini] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. arşın = πήχης.
1. Πήχης, μονάδα μήκους περ. 68-70 εκ. : ’κόρασα ρυὀ αρσ̑ίνια ένα παρτσ̑ά αλαdζά (Αγόρασα ένα κομμάτι αλατζά δυο πήχες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ένα αρσ̑ίνι, έξι ρούμπια εγίνισκεινι (Ένας πήχης, έξι ρούπια γινόταν, ενν. ο σταλακτίτης του πάγου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. αγκώνας :2, βραχιόνι
2. Μέτρο : Ρώσ' μας 'ρά τ' αρσ̑ίνι (Δώσ' μας αυτό το μέτρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ολτσί