αρσίνι
(ουσ. ουδ.)
αρσ̑ίνι
[arˈʃini]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. arşın = πήχης.
1. Πήχης, μονάδα μήκους περ. 68-70 εκ.
:
’κόρασα ρυὀ αρσ̑ίνια ένα παρτσ̑ά αλαdζά
(Αγόρασα ένα κομμάτι αλατζά δυο πήχες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ένα αρσ̑ίνι, έξι ρούμπια εγίνισκεινι
(Ένας πήχης, έξι ρούπια γινόταν, ενν. ο σταλακτίτης του πάγου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
αγκώνας :2, βραχιόνι