αρντίτσι
(ουσ. ουδ.)
αρντίτσ̑ι
[arˈditʃi]
Φάρασ.
αρντούτσ̑'
[arˈdutʃ]
Αξ., Μισθ., Τζαλ., Φλογ.
αρτούτσ̑'
[arˈtutʃ]
Φλογ.
Πληθ.
αρτούτσ̑α
[arˈtutʃa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. ardıç = το δέντρο άρκευθος, αγριοκυπαρίσσι.
2. O καρπός του αγριοκυπάρισσου, άρκευθος
ό.π.τ.