ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρντίτσι (ουσ. ουδ.) αρντίτσ̑ι [arˈditʃi] Φάρασ. αρντούτσ̑' [arˈdutʃ] Αξ., Μισθ., Τζαλ., Φλογ. αρτούτσ̑' [arˈtutʃ] Φλογ. Πληθ. αρτούτσ̑α [arˈtutʃa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. ardıç = το δέντρο άρκευθος, αγριοκυπαρίσσι.
1. Αγριοκυπάρισσο ό.π.τ. Συνών. βόρατο
2. O καρπός του αγριοκυπάρισσου, άρκευθος ό.π.τ.