ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόρατο (ουσ. ουδ.) βόρατο [ˈvorato] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. βόρατου [ˈvoratu] Φάρασ. βόροτο [ˈvoroto] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. βόρατον = α) μαλόκεδρο (Juniperus foetidissima) β) άρκευθος η σαβίνα (Juniperus sabina). Πβ. μεταγν. βράθυ = άρκευθος η σαβίνα, λατιν. bratus και αραμαϊκ. berat = κυπαρίσσι. Για την λ. βλ. αναλυτικά Καρολίδης (1885: 147-148).
Αγριοκυπάρισσο ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο φοβα̈́ς τα βόρατα μο τα τσ̑αλούδε θωρεί τα ισάνε σα 'φτάλμε του (Ο φοβητσιάρης τα αγριοκυπάρισσα με τα κλαδιά τα βλέπει ανθρώπους στα μάτια του˙ ο δειλός φοβάται με το παραμικρό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Χιτάτε να πάμε στον Αγι-Παυλίdζη πάλι
Χιτάτε να πάμε να τζακώσωμεν τα βόρατα
(Ελάτε να πάμε στον Άγιο Παύλο πάλι
Ελάτε να πάμε να κόψουμε τα αγριοκυπάρισσα)
Φάρασ. -Lag.
Συνών. αρντίτσι :1