ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βορκόλακας (ουσ. αρσ.) βορκόλακας [vorˈkolakas] Σινασσ. νικόλακας [niˈkolakas] Σίλ. βορκόλα [vorˈkola] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. βουλκόλαξ > νεότ. βουρκόλακας, το οπ. από βουλγ. vălkolàk (Λεξ. Κριαρ.).
1. Βρικόλακας : Πέσανι κι 'ένηκι νικόλακας (Πέθανε και έγινε βρικόλακας) -Κωστ.Σ. Συνών. κόντσολος, οπμάσκαλος, τζαντί :1, χορτλάχος :1
2. Βρισιά προς γυναίκες Μαλακ. Συνών. τζαντί :3