βορκόλακας
(ουσ. αρσ.)
βορκόλακας
[vorˈkolakas]
Σινασσ.
νικόλακας
[niˈkolakas]
Σίλ.
βορκόλα
[vorˈkola]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. βουλκόλαξ > νεότ. βουρκόλακας, το οπ. από βουλγ. vălkolàk (Λεξ. Κριαρ.).
1. Βρικόλακας
:
Πέσανι κι 'ένηκι νικόλακας
(Πέθανε και έγινε βρικόλακας)
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κόντσολος, οπμάσκαλος, τζαντί :1, χορτλάχος :1