τζαντί
(ουσ.)
τζ̑αντι̂́
[dʒaˈdɯ]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φλογ.
τζαζού
[dzaˈzu]
Φάρασ.
τζαντι̂́σα
[dza'dɯsa]
Αξ., Μισθ.
τζατι̂́σα
[dzaˈtɯsa]
Μαλακ.
τζαντούσα
[dzaˈdusa]
Μισθ., Φάρασ.
τζαζίσα
[dzaˈzisa]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. cadı (< περσ. cādū ή cāḏu), όπου και παλ. τύπ. cādū, cādı, cāzū, cāzı (Nişanyan 2002-2022, λ. cadı) = α) μάγισσα β) βρυκόλακας. Οι τύπ. τζαντίσσα, τζαντούσσα αναλογ. προς άλλα θηλ. σε -ίσα, -ούσα.
2. Μάγισσα
ό.π.τ.
:
Εκεί τζ̑αντι̂́σες πάλ' το είδαν
(Εκείνες οι μάγισσες πάλι τον είδαν)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τζ̑αντι̂́ κ͑αρά
(μάγισσα γυναίκα˙ μάγισσα)
Φλογ., Γούρδ.
-Dawk.
Τζ̑αντι̂́ κ͑αρι̂́
(μάγισσα γυναίκα˙ μάγισσα)
Φλογ.
-Dawk.
Τσατίκαρα
(Μάγισσα γυναίκα˙ ομοίωμα που το τοποθετούσαν στον νάρθηκα της εκκλησίας την παραμονή των Φώτων και το έκαιγαν κατά το έθιμο του Σιφώτη)
-ΙΛΝΕ 811
3. Παλιογυναίκα, πόρνη
Μισθ.