ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαχίλης (επίθ.) τζ̑αχίλ [dʒaˈçil] Αξ. τσ̑αχ̇έλης [tʃaˈxelis] Φάρασ. τσ̑αχ̇έλ’ [tʃaˈxel] Φάρασ. Θηλ. τσ̑αχ̇έλ’τ͑σα [tʃaˈxeltʰsa] Φάρασ. Ουδ. τσ̑αχ̇έλι [tʃaˈxeli] Φάρασ. Ουδ. τζαχίλικο [dzaˈçiliko] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. τζαχίλης = άπειρος νεαρός (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.808 «στοχαστικὸν καὶ φρόνιμον κάνουν καὶ τὸν τζαχίλη»), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. cahil, όπου και διαλεκτ. τύπ. cahel = α) απαίδευτος β) αμαθής γ) διαλεκτ., νεαρό άπειρο και αφελές άτομο (THADS, λ. cahel). Η λ. ως επών. ήδη από τον 14ο αι.
Άπειρο νέο άτομο ηλικίας 14-18 ετών ό.π.τ. : || Παροιμ. Σου τσ̑αχ̇έλη το καdζ̑ί να δώσ’ ’τί, άκραν τζ̑’ οτές τζ̑ο βρίστσ̑εις (Αν δώσεις σημασία στον λόγο του νεαρού ατόμου, δεν βγάζεις άκρη˙ για την επιπολαιότητα των νέων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.