τζέγκερε
(ουσ. ουδ.)
τζ̑έγκερε
[ˈdʒeɉere]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. cengâr/cenkâr = πράσινη σκουριά οξειδωμένου σκεύους, όπου και διαλεκτ. ουσ. cenger (Tietze 2019: cengâr, THADS, λ. cenger Ι).
Σκουριά χάλκινων σκευών