τζεζά
(ουσ. ουδ.)
τζεζά
[dzeˈza]
Φλογ.
τσ̑εζάς
[tʃeˈzas]
Φάρασ.
Πληθ.
τζεζάγια
[dzeˈzaʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. ceza = α) τιμωρία β) καταδίκη γ) ανταπόδοση, αμοιβή.
Τιμωρία και μτφ. δυσάρεστη κατάσταση
ό.π.τ.
:
Τούρκ' 'ντον πήραν το dόπο τ'νε, ντε σώσ'καν τα τζεζάγια τα σάσκαν, ξέβαλαν φιρμάν'
(Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον τόπο τους, δεν τους έφταναν τα μαρτύρια που (τους) έκαναν, έβγαλαν (και) μιά διαταγή)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Ισ̑ύ 'σαι στο σ̑εφά κι ιμείς σο τζεζά
(Εσύ είσαι στην καλοπέραση και εμείς στην τιμωρία˙ Εσύ καλοπερνάς,ενώ εμείς βασανιζόμαστε)
Φλογ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
δίκασμα