τζεμρές
(ουσ. ουδ.)
τζεμρέ
[dzemˈre]
Αξ.
τσ̑εμbρές
[tʃemˈbres]
Φάρασ.
τσ̑εμπρές
[tʰʃemˈbre]
Φάρασ.
τζ̑εμιλέ
[dzemiˈle]
Δίλ.
τζεμιλέ
[dzemi'le]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. cemre = άνοδος της θερμοκρασίας σε διάστημα μιας εβδομάδας τον Φεβρουάριο (< περσ. camre ή αραβ. djamra(t)), όπου και διαλεκτ. τύπ. cemile (THADS, λ. cemile).
1. Η θερμότητα που εμφανίζεται στην αρχή της άνοιξης, πρώτα στην ατμόσφαιρα, έπειτα στο νερό κι ύστερα στο χώμα
Αξ., Φάρασ.
2. Είδος σκουληκιού ή μικρής σαύρας που εμφανίζεται στην αρχή της άνοιξης και προμηνύει την άνοδο της θερμοκρασίας
Δίλ., Φάρασ.
:
'ς του Απριλιού τις δώδεκα, πέφτ' ο τ͑σ̑εμbρές
(Στις δώδεκα Απριλίου βγαίνει η ανοιξιάτικη σαύρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ας’ σον ουρανό πέφτισ̑κεν το τζ̑εμιλέ
(Από τον ουρανό έπεφτε το ανοιξιάτικο σκουλήκι)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.