τζενεβί
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ένεβι
[ˈdʒenevi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. canevi ή can evi = η περιοχή κάτω από την καρδιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. cenevi και cenev = α) καρδιά β) θώρακας, στήθος γ) στομάχι (THADS, λ. cenev, cenevi).
Στήθος