τζερεμές
(ουσ.)
τζερεμές
[dzereˈmes]
Μισθ., Τελμ., Φάρασ.
τζ̑ερεμές
[dʒereˈmes]
Σίλ.
τσ̑ερεμές
[tʃereˈmes]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τζερεμές, το οπ. πό το τουρκ. ουσ. cereme = πρόστιμο, ποινή.
Zημιά που βαρύνει κάποιον χωρίς να την έχει προκαλέσει χωρίς να ευθύνεται γι'αυτήν
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο σιδεράς μο τον γκαρβoυvά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσ̑ουλφάς
(Ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουνε, τη ζημιά την τραβάει ο ανυφαντής˙ Από την διαμάχη μεταξύ δύο αντιδίκων πάντα ζημιώνεται κάποιος τρίτος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ζαράρι, ζιγιάνι, κακό, χάσιμο