ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζερεμές (ουσ.) τζερεμές [dzereˈmes] Μισθ., Τελμ., Φάρασ. τζ̑ερεμές [dʒereˈmes] Σίλ. τσ̑ερεμές [tʃereˈmes] Φάρασ. Νεότ. ουσ. τζερεμές, το οπ. πό το τουρκ. ουσ. cereme = πρόστιμο, ποινή.
Zημιά που βαρύνει κάποιον χωρίς να την έχει προκαλέσει χωρίς να ευθύνεται γι'αυτήν ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο σιδεράς μο τον γκαρβoυvά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσ̑ουλφάς (Ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουνε, τη ζημιά την τραβάει ο ανυφαντής˙ Από την διαμάχη μεταξύ δύο αντιδίκων πάντα ζημιώνεται κάποιος τρίτος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζαράρι, ζιγιάνι, κακό, χάσιμο