τζιβίλα
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιβίλα
[dʒiˈvila]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. civil = μικρό πήλινο δοχείο για το λάδι, το τυρί ή το λινέλαιο (THADS, λ. civil I).
Δοχείο για το λάδι