ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιζντίζω (ρ.) τζ̑ιζντίζου [ʤiz'dizu] Μαλακ. τζ̑ιζντημένου [dʒizdiˈmenu] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. çizmek = = α) απεικονίζω, ζωγραφίζω, β) σχεδιάζω γ) περιγράφω δ) εγχαράσσω, χαρακώνω ε) γρατζουνίζω
Σημαδεύω : Ορίσ̑' να τζ̑ιζντίζ̑'νι το θύρα τ' (Τους πρόσταξε να σημαδέψουν την πόρτα του) Μαλακ. -Dawk. Σηκούται, τρανά κι το θύρα τ’ τζ̑ιζντημένου, ανgλάτ’σιν ντoυ (Σηκώνεται, βλέπει την πόρτα του σημαδεμένη·) Μαλακ. -Dawk.