τζιζντίζω
(ρ.)
τζ̑ιζντίζου
[ʤiz'dizu]
Μαλακ.
τζ̑ιζντημένου
[dʒizdiˈmenu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. çizmek = = α) απεικονίζω, ζωγραφίζω, β) σχεδιάζω γ) περιγράφω δ) εγχαράσσω, χαρακώνω ε) γρατζουνίζω
Σημαδεύω
:
Ορίσ̑' να τζ̑ιζντίζ̑'νι το θύρα τ'
(Τους πρόσταξε να σημαδέψουν την πόρτα του)
Μαλακ.
-Dawk.
Σηκούται, τρανά κι το θύρα τ’ τζ̑ιζντημένου, ανgλάτ’σιν ντoυ
(Σηκώνεται, βλέπει την πόρτα του σημαδεμένη·)
Μαλακ.
-Dawk.