τζινς
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ινσ'
[dʒins]
Μαλακ.
Πληθ.
τζ̑ινσια
[ˈdʒinsça]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. cins = είδος, γένος.
Γένος, είδος
ό.π.τ.