τζιλχ
(επίθ.)
τζιλχ
[dzilx]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. cilk = κλούβιος.
Κλούβιος
Συνών.
κούφος, τζιβίκι :2
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025