τζιλβελού
(επίθ.)
τζ̑ιλβελού
[dʒilveˈlu]
Μαλακ.
Πληθ.
τζ̑ιλβελούδια
[dʒilveˈluðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. cilveli = ναζιάρης, χαδιάρης.
Ερωτικός
ό.π.τ.