τζιρικμά
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιρικμά
[dʒirikˈma]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cırıkta, cirihta =λουκουμάς δάνειο από την ελλ. λ. τζιριχτά (Tzitzilis 1987a: 126, Tietze 2016: cırıkta) .
Πβ.
τσιριχτής
Λουκουμάς