ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζουπές (ουσ. αρσ.) τσουπές [tsuˈpes] Σινασσ. τσ̑ουπές [tʃuˈpes] Αφσάρ., Φάρασ. τσ̑ουπ-πα̈́ς [tʃupˈpæs] Φάρασ. τσ̑ιπές [tʃiˈpes] Ανακ. τζουπέ [dzuʹpe] Μαλακ. τζ̑ιππάς [dʒiˈpas] Αραβαν. τζ̑ιππά [ʤiˈpa] Αραβαν., Ουλαγ. Πληθ. τσ̑ουππέδες [tʃuˈpeðes] Αφσάρ. τζ̑ιπιά [ʤiˈpça] Τελμ. Από το νεότ. ουσ. τζουμπές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cübbe (< αραβ. cubba) = επίσημο μακρύ ρούχο, επενδύτης, όπου και τύπ. cüppe (Tietze 2016, λ. cübbe/cüppe, THADS, λ. cüppe). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. λεξικά.
1. Είδος γιλέκου Ανακ., Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Είδος χρυσοκέντητου γυναικείου εξώρουχου φορέματος από τσόχα Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ.