τζουπές
(ουσ. αρσ.)
τσουπές
[tsuˈpes]
Σινασσ.
τσ̑ουπές
[tʃuˈpes]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑ουπ-πα̈́ς
[tʃupˈpæs]
Φάρασ.
τσ̑ιπές
[tʃiˈpes]
Ανακ.
τζουπέ
[dzuʹpe]
Μαλακ.
τζ̑ιππάς
[dʒiˈpas]
Αραβαν.
τζ̑ιππά
[ʤiˈpa]
Αραβαν., Ουλαγ.
Πληθ.
τσ̑ουππέδες
[tʃuˈpeðes]
Αφσάρ.
τζ̑ιπιά
[ʤiˈpça]
Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. τζουμπές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cübbe (< αραβ. cubba) = επίσημο μακρύ ρούχο, επενδύτης, όπου και τύπ. cüppe (Tietze 2016, λ. cübbe/cüppe, THADS, λ. cüppe). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. λεξικά.
1. Είδος γιλέκου
Ανακ., Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Είδος χρυσοκέντητου γυναικείου εξώρουχου φορέματος από τσόχα
Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ.