τζουβάνος
(ουσ. αρσ.)
τζ̑ουβάνους
[dʒuvanus]
Σίλ.
Από το τουρκ. civan = όμορφος νέος/νέα (< περσ. cavān).
Νεαρός
:
Μένα γροίκ'σι μου… "αμμά τιγιά τουν τζ̑ουβάνου ρεν του γροίκ'σα», είπι
(Εμένα με αναγνώρισε… "αλλά αυτό το νεαρό δεν τον αναγνώρισα», είπε)
Σίλ.
-Καρίπ.