ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζουβάνος (ουσ. αρσ.) τζ̑ουβάνους [dʒuvanus] Σίλ. Από το τουρκ. civan = όμορφος νέος/νέα (< περσ. cavān).
Νεαρός : Μένα γροίκ'σι μου… "αμμά τιγιά τουν τζ̑ουβάνου ρεν του γροίκ'σα», είπι (Εμένα με αναγνώρισε… "αλλά αυτό το νεαρό δεν τον αναγνώρισα», είπε) Σίλ. -Καρίπ.