τηγανίζω
(ρ.)
τηγανίζου
[tiɣaˈnizu]
Μισθ., Σίλ.
τεγανίζω
[teɣaˈnizo]
Γούρδ.
τεγανίζου
[teɣaˈnizu]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. τηγανίζω.
Ψήνω κάτι σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο
:
Τεγανίζου δα τρώω
(Τα τηγανίζω και τρώω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.