τιαρά
(ουσ. ουδ.)
τ͑ιαρά
[tʰçaˈra]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tayyare = αεροπλάνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tayara.
Αεροπλάνο