ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιαρά (ουσ. ουδ.) τ͑ιαρά [tʰçaˈra] Μισθ. τι-ερέ [tieˈre] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. tayyare = αεροπλάνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tayara.
Αεροπλάνο : Πήγα ’ς το Σέλανικ να πάρω το τι-ερέ (Πήγα στην Θεσσαλονίκη να πάρω το αεροπλάνο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025