ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τίαντακ (επίρρ.) τίαdακ [ʹtiadak] Από την ερωτηματ. αντων. τί και το παλαιότ. τουρκ. και διαλεκτ. επίρρ. andak = α) χρον. τώρα, τότε β) ποσοτ., τόσο, μόνο (TS, λ. andak, THADS, λ. andak III, Tietze 2016, λ. andak). Πβ. ότιαντακ
Ερωτηματ. επίρρημα, πόσο
Τροποποιήθηκε: 26/07/2025