τίαντακ
(επίρρ.)
τίαdακ
[ʹtiadak]
Από την ερωτηματ. αντων. τί και το παλαιότ. τουρκ. και διαλεκτ. επίρρ. andak = α) χρον. τώρα, τότε β) ποσοτ., τόσο, μόνο (TS, λ. andak, THADS, λ. andak III, Tietze 2016, λ. andak).
Πβ.
ότιαντακ
Ερωτηματ. επίρρημα, πόσο
Τροποποιήθηκε: 26/07/2025