ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τικέλλι (ουσ. ουδ.) τικέλλι [tiˈceli] Φάρασ. τικέλλ' [tiˈcel] Φλογ. Αντιδάν. μέσω του διαλεκτ. τουρκ. ουσ. dikel, όπου και τύπ. tikel, το οπ. από το μεταγν. ουσ. δικέλλιον (Meyer 1893: 47, Tietze 1955: 217).
Δικέλλι, σκαπτικό εργαλείο