τικέλλι
(ουσ. ουδ.)
τικέλλι
[tiˈceli]
Φάρασ.
τικέλλ'
[tiˈcel]
Φλογ.
Αντιδάν. μέσω του διαλεκτ. τουρκ. ουσ. dikel, όπου και τύπ. tikel, το οπ. από το μεταγν. ουσ. δικέλλιον (Meyer 1893: 47, Tietze 1955: 217).
Δικέλλι, σκαπτικό εργαλείο