ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιμαρεύω (ρ.) τιμαρεύω [timaˈrevo] Σινασσ., Φάρασ. Αόρ. τιμάρεψα [tiˈmarepsa] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. τιμαρεύω = περιποιούμαι τα άλογα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. τιμἀρι (θ. τιμαρ-) και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
1. Φροντίζω, περιποιούμαι, θεραπεύω ό.π.τ.
2. Τοποθετώ κάτι σε μέρος ασφαλές, για να το έχω διαθέσιμο, όταν μου χρειαστεί Φάρασ.