τιμαρχανάς
(ουσ. ουδ.)
τιμαρχανάς
[timarˈxanas]
Σινασσ.
μαρχανά
[marˈxana]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tımarhane = ψυχιατρείο, φρενοκομείο, Ο τύπ. μαρχανά ως αποτέλεσμα της μετατόπισης των ορίων του μορφήματος.
Φρενοκομείο
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025