τιλισιμλού
(επίθ.)
τι̂λι̂σι̂μλού
[tɯlɯsɯmˈlu]
Σίλ.
τουλουσουμλού
[tulusum'lu]
Γούρδ.
Από το τουρκ. επίθ. tılsımlı = μαγεμένος.
Πβ.
τιλισίμι
Μαγεμένος
Γούρδ.
:
Το βάρτλακα τουλουσουμλού χτου
(ο βάτραχος ήταν μαγεμένος)
Γούρδ.
-Dawk.
Τούτου τ’ γουζί ήγτου τıλıσıμλού οπ’ τσ̑η ‘εναίκα πιριγıζι̂́
(Αυτό το πρόβατο ήταν μαγεμένο από τη γυναίκα νεράιδα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5