ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιλισιμλού (επίθ.) τι̂λι̂σι̂μλού [tɯlɯsɯmˈlu] Σίλ. τουλουσουμλού [tulusum'lu] Γούρδ. Από το τουρκ. επίθ. tılsımlı = μαγεμένος. Πβ. τιλισίμι
Μαγεμένος Γούρδ. : Το βάρτλακα τουλουσουμλού χτου (ο βάτραχος ήταν μαγεμένος) Γούρδ. -Dawk. Τούτου τ’ γουζί ήγτου τıλıσıμλού οπ’ τσ̑η ‘εναίκα πιριγıζι̂́ (Αυτό το πρόβατο ήταν μαγεμένο από τη γυναίκα νεράιδα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5