τιλικάτσι
(επίθ.)
τιλικάτσι
[tiliˈkatsi]
Μαλακ.
Από το νεότ. επίθ. ντελικάτος, το οπ. από ιταλ. επίθ. delicato, όπου και παλ. τύπ. dilicato (βλ. Λεξ. Κριαρά).
Λεπτεπίλεπτος, ευγενής