ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιανικιαώνας (επίθ.) τιανικιαώνας [tçanicaˈonas] Μισθ. Από το ουσ. τενεκές όπου και τύπ. τιανικιά και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Τενεκεδένιος
2. Μτφ., κάλπικος, ψεύτικος