τιανικιαώνας
(επίθ.)
τιανικιαώνας
[tçanicaˈonas]
Μισθ.
Από το ουσ. τενεκές όπου και τύπ. τιανικιά και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Τενεκεδένιος
2. Μτφ., κάλπικος, ψεύτικος