τι
(σύνδ.)
τι
[ti]
Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
τ͑ι
[tʰi]
Αξ.
τσ̑ι
[tʃi]
Αραβαν., Τελμ.
Μεσν. τί από το αρχ. ὅτι με ενδιάμεσο άτονο στάδιο [oti] και αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
Γιατί
ό.π.τ.
:
Τι ήρτες;
(Γιατί ήρθες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τι γουβραΐζεις να πας να φας;
(Γιατί βιάζεσαι να πας να φας;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑ι στάρης οπίσω μ'
(Τι στάθηκες πίσω μου;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Έχεις καλά τέκνα, τι τον θέλεις τον βιο; Έχεις κακά, πάλι τι τον θέλεις τον βιο;
(Έχεις καλά παιδιά, τι την θέλεις την περιουσία; Έχεις κακά (παιδιά), πάλι τι την θέλεις την περιουσία;˙ Το να έχεις καλά παιδιά είναι πάντα σημαντικότερο από τα πλούτη)
Αξ.
-Αρχέλ.
Αν έχεις καλά φσ̑άχα, το ζενgιν-νίκ' τ͑ι το κρεύεις; Κι α ντεν έχεις, πάλι τ͑ι το κρεύεις;
(Αν έχεις καλά παιδιά, τον πλούτο τι τον θέλεις; Κι αν δεν έχεις, πάλι τι τον θέλεις;˙ Το να έχεις καλά παιδιά είναι πάντα σημαντικότερο από τα πλούτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.