ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τηγάνι (ουσ.) τηγάνι [tiˈɣan] Ανακ., Σίλ. τηγάν' [tiˈɣan] Μισθ. τεγάνι [teˈɣani] Μισθ., Φάρασ. τεγάν' [teˈɣan] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Φλογ. ντεγάν' [deˈɣan] Τροχ. Από το μεσν. ουσ. τηγάνιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. τηγάνιον, υποκορ. του τήγανον.
Τηγάνι, στρογγυλό και άβαθο μαγειρικό σκεύος με μακρύ χερούλι ό.π.τ. : || Παροιμ. Του Κούτσουρου το σ̑όνι έν' σο τεγάνι 'πέσου (Του Φλεβάρη το χιόνι είναι στο τηγάνι μέσα˙ Το χιόνι του Φλεβάρη λιώνει εύκολα όπως το βούτυρο στο τηγάνι, επειδή είναι κοντά ή άνοιξη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.