τηγάνι
(ουσ.)
τηγάνι
[tiˈɣan]
Ανακ., Σίλ.
τηγάν'
[tiˈɣan]
Μισθ.
τεγάνι
[teˈɣani]
Μισθ., Φάρασ.
τεγάν'
[teˈɣan]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Φλογ.
ντεγάν'
[deˈɣan]
Τροχ.
Από το μεσν. ουσ. τηγάνιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. τηγάνιον, υποκορ. του τήγανον.
Τηγάνι, στρογγυλό και άβαθο μαγειρικό σκεύος με μακρύ χερούλι
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του Κούτσουρου το σ̑όνι έν' σο τεγάνι 'πέσου
(Του Φλεβάρη το χιόνι είναι στο τηγάνι μέσα˙ Το χιόνι του Φλεβάρη λιώνει εύκολα όπως το βούτυρο στο τηγάνι, επειδή είναι κοντά ή άνοιξη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.