τζιρλαγίχα
(ουσ.)
τζ̑ιρλαγίχα
[dʒirlaˈʝixa]
Από το τουρκ. οσς. cırlayık = τζιτζίκι.
Τζιτζίκι
Συνών.
ζαρζάρα, τσιριχτής, τσιρλαγάνα