τσιρλαγάνα
(ουσ.)
τσ̑ιρλαγάνα
[tʃirlaˈɣana]
Φλογ.
τσ̑ιρλαγίχα
[tʃirlaˈʝixa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cırlağan = τζίτζικας (βλ. THADS 3, λ. cırlağan).