τσιρμαλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιρμαλάτημα
[tʃirmaˈlatima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. τσ̑ιρμαλατη- του ρ. τσιρμαλατώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γρατζούνισμα
Συνών.
γαρτσούνημα