ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρλίζω (ρ.) τσιρλίζω [tsir'lizo] Μισθ. Από το νεότ. ρ. τσιρλίζω (Λεξ. Σομ., λ. τσιλίζω), το οπ. με μεταπλ. από το μεσν. ρ. τσιρλῶ < τσιλῶ, με ανάπτυξη [r] και μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -ίζω.
Παθαίνω διάρροια Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 27/03/2024