ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρπουντίζω (ρ.) τσιρπουνdίζου [tsirpun'dizu] Μισθ. τσ̑αρπι̂νdι̂́ζω [tʃarpɯn'dɯzo] Αξ., Μαλακ. τσιρπινdoύ [tsɯrpɯn'du] Ουλαγ. τσ̑αρπουνdώ [tʃarpun'do] Ανακ. Από το τουρκ. ρ. çırpınmak = κουνώ, παλεύω, σωριάζομαι, όπου και τύπ. çarpınmak.
1. Χτυπιέμαι κάτω, σφαδάζω, σπαρταρώ ό.π.τ. : Ράντσιν φσιαχού τ΄του σάνατους τσι τσιρπούνdιζιν (είδε τον θάνατο του παιδιού του και χτυπιόταν) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Να τσ̑αλουνdάς, να τσ̑αρπουνdάς (Να σου έρθει κόλπος και και χτυπιέσαι˙ Ως κατάρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. λαχταρίζω :1, ντεπελεντίζω :1
2. Πετιέμαι Ουλαγ.