τσιρπουντίζω
(ρ.)
τσιρπουνdίζου
[tsirpun'dizu]
Μισθ.
τσ̑αρπι̂νdι̂́ζω
[tʃarpɯn'dɯzo]
Αξ., Μαλακ.
τσιρπινdoύ
[tsɯrpɯn'du]
Ουλαγ.
τσ̑αρπουνdώ
[tʃarpun'do]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. çırpınmak = κουνώ, παλεύω, σωριάζομαι, όπου και τύπ. çarpınmak.
1. Χτυπιέμαι κάτω, σφαδάζω, σπαρταρώ
ό.π.τ.
:
Ράντσιν φσιαχού τ΄του σάνατους τσι τσιρπούνdιζιν
(είδε τον θάνατο του παιδιού του και χτυπιόταν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Να τσ̑αλουνdάς, να τσ̑αρπουνdάς
(Να σου έρθει κόλπος και και χτυπιέσαι˙ Ως κατάρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
λαχταρίζω :1, ντεπελεντίζω :1
2. Πετιέμαι
Ουλαγ.