ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτσά (ουσ. θηλ.) τσιτσά [tsiˈtsa ] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cica = α) μεγάλη αδερφή β) γιαγιά (THADS 3, λ. cica I, cice).
1. Αδελφή : Μικρό τσιτσά μ’ (Η μικρότερη αδελφή μου) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Θεία : || Φρ. Ήρταν τα τσιτσάδες τ’ (Ήρταν τα τσιτσάδες τ’˙ Έχει περίοδο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, χάλα