τσιτσά
(ουσ. θηλ.)
τσιτσά
[tsiˈtsa ]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cica = α) μεγάλη αδερφή β) γιαγιά (THADS 3, λ. cica I, cice).
1. Αδελφή
:
Μικρό τσιτσά μ’
(Η μικρότερη αδελφή μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Θεία
:
|| Φρ.
Ήρταν τα τσιτσάδες τ’
(Ήρταν τα τσιτσάδες τ’˙ Έχει περίοδο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, χάλα